- ἐπείγων
- ἐπείγωpress by weightpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άμεσος — η, ο (Α ἄμεσος, ον) αυτός που γίνεται ή υπάρχει δίχως τη μεσολάβηση κάποιου άλλου, «άμεση συμμετοχή» (αυτοπρόσωπη), «άμεσοι φόροι» (αυτοί που καταβάλλονται στο κράτος απευθείας από τον πολίτη) (αντίθ. έμμεσος) νεοελλ. 1. αυτός που συμβαίνει δίχως … Dictionary of Greek
αναγκαίος — αία, αίο (ΑΜ ἀναγκαῑος, αῑα, αῑον και –αῑος, αῑον) 1. υποχρεωτικός, επιβαλλόμενος, αναγκαστικός, αναπόφευκτος 2. αυτός, τον οποίο χρειάζεται κανείς, ο απαραίτητος 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αναγκαία α) τα απαραίτητα για τη ζωή, κυρίως η… … Dictionary of Greek
επεικτικός — ἐπεικτικός, ή, όν (Α) επείγων, ταχύς. Enĺpp. ἐπεικτικῶς επειγόντως, ταχέως, σφοδρώς … Dictionary of Greek
κατεπειγόντως — επίρρ. πολύ βιαστικά, ταχύτατα, επειγόντως. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ επείγων, οντος, μτχ. ενεστ. τού ρ. κατ επείγω. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στην εφημερίδα Φιλόπατρις] … Dictionary of Greek
οξύς — (I) εία, ύ (ΑΜ ὀξύς, εῑα, ύ, Α ιων. τ. θηλ. ὀξέα, ποιητ. τ. ουδ. πληθ. και ὀξεῑα) 1. αυτός που απολήγει σε αιχμηρό άκρο, αιχμηρός, μυτερός, σουβλερός 2. (για όργανα που τέμνουν) κοφτερός 3. (κυριολ. και μτφ.) ισχυρός, έντονος, δυνατός (α. «οξεία… … Dictionary of Greek
πιεστικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πίεση, που γίνεται με πίεση ή με τον οποίο ασκείται πίεση 2. μτφ. καταπιεστικός, καταθλιπτικός 3. εξαναγκαστικός («πιεστικά μέτρα») 4. άμεσος, επείγων, υποχρεωτικός («πιεστικές ανάγκες») 5. φρ.… … Dictionary of Greek
πρώτος — η, ο / πρῶτος, ώτη, ον, ΝΜΑ, δωρ. τ. πρᾱτος, ον, Α 1. αυτός που προηγείται όλων τών άλλων ως προς τον χρόνο, τον τόπο, τον βαθμό, την ποιότητα, την αξία, τη θέση που έχει σε μια αριθμητική σειρά ή και το αξίωμα που κατέχει σε μια ιεραρχική τάξη… … Dictionary of Greek
επείγει — (ως προσ. ή απρόσ.) επείγουν (ως προσ.) Σημειώσεις: επείγει – επείγομαι : εύχρηστη είναι η λόγια μτχ. επείγων, ουσα, ον ως επίθετο. Το επείγομαι σημαίνει → βιάζομαι (να γίνει κάτι) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επείγομαι — βλ. πίν. 22 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: επείγει – επείγομαι : εύχρηστη είναι η λόγια μτχ. επείγων, ουσα, ον ως επίθετο. Το επείγομαι σημαίνει → βιάζομαι (να γίνει κάτι) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής